Το θαύμα του Γιώργου
Θαύμα στο μοναστήρι την ημέρα της Ανάστασης ξημέρωμα Αγ. Γεωργίου (28 Απριλίου 2008) Δευτέρα του Πάσχα με τον Γιώργο 33 Χρωνών
Ο Γιώργος Δ., από την Κατερίνη και τώρα στη Γερμανία αφηγείται:
Είχα στη Γερμανία μεταφορική εταιρία και εστιατόριο με τους γονείς μου. Η δουλειά μας πήγαινε πολύ καλά. Το 2002 παντρεύτηκα. Την ίδια χρονιά αρρώστησε ο πατέρας μου με καρκίνο στον οισοφάγο και άρχισαν τα προβλήματα. Προβλήματα προσωπικά και επαγγελματικά. Στο μεταξύ είχα παντρευτεί. Λόγο της ασθένειας του πατέρα μου αναγκαστήκαμε να πουλήσουμε το εστιατόριο. Από την στεναχώρια μου μα τα νοσοκομεία και άλλα προσωπικά προβλήματα άρχισα να πίνω πολύ. Κατά την διάρκεια αυτή, μετά την προτροπή του επιστήθιου φίλου μου και κουμπάρου μου Γιώργου Κ., αποφάσισα να επισκεφτώ το μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου και να γνωρίσω το Γέροντα με τη σύζυγο μου. Έτσι και έγινε, το Μάιο του 2007. Δεν μιλήσαμε με το Γέροντα αλλά νιώσαμε πολύ καλά. Μας έφτανε που ήμασταν εδώ. Μας εντυπωσίασε η φιλοξενία.
Το Σεπτέμβριο του 2007 ήρθαμε για δεύτερη φορά. Μας μίλησε ο Γέροντας. Ο Γέροντας με παρακίνησε να προσπαθήσω και με ενθάρρυνε να ελαττώσω το ποτό. Όταν γύρισα στη Γερμανία, είχα τη θέληση και προσπάθησα πολλές φορές να ελαττώσω το καθημερινό ποτό. Μου ήταν δύσκολο, διότι πρώτον ερχόμουν καθημερινώς σε επαφή με τα ποτά, λόγο της δουλειάς μου στο εστιατόριο, και δεύτερον λόγο επαγγελματικών και προσωπικών δυσκολιών εκείνη την χρονική περίοδο.
Την ίδια χρονιά ήρθαμε ξανά, στη γιορτή του Γέροντα στης 26 Νοεμβρίου 2007. Ρωτούσε ο Γέροντας πώς πάμε αλλά οι επαγγελματικές και προσωπικές δυσκολίες εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Ο Γέροντας μου έδινε θάρρος πως όλα θα πάνε καλά αρκεί να ελαττώσω το ποτό.
Ο Γιώργος στο Άγιο Πάσχα του Μοναστηριού
Δύο μήνες πριν έρθουμε για το Πάσχα (2008), έκανα θερμή προσευχή στον Άγιο να με βοηθήσει να καταφέρω να βάλω τάξη στα προβλήματα που ακόμα επικρατούσαν το καιρό εκείνο. Έκανα για πρώτη φορά στη ζωή μου αυστηρή νηστεία όλη τη σαρακοστή και στο ποτό την μεγάλη εβδομάδα.
Είχα το συνήθειο σε κάθε πτήση, λόγο του φόβου μου να πίνω ένα δύο ποτά στο αεροδρόμιο. Την πρώτη μέρα, που φτάνω στο μοναστήρι, το ποτό που ήπια στο αεροδρόμιο το έκανα για πρώτη φορά εμετό.
Ήρθαμε τη Μεγάλη Πέμπτη. Τη μεγάλη Παρασκευή, εδώ στο μοναστήρι δίνανε φυλλάδια με τα εγκώμια. Στο δικό μου φυλλάδιο, για ανεξήγητο λόγο, ήταν η προσευχή των πατέρων της Όπτινα:
Κύριε, βοήθησέ με ν’ αντιμετωπίσω με ψυχική γαλήνη όλα όσα θα μου φέρει η σημερινή ημέρα.
Βοήθησέ με να παραδοθώ ολοκληρωτικά στο άγιο θέλημά Σου.
Στην κάθε ώρα της ημέρας φώτιζέ με και δυνάμωνέ με για το κάθε τι.
Όποιες ειδήσεις κι αν λάβω σήμερα, δίδαξέ με να τις δεχθώ με ηρεμία και με την ακλόνητη πεποίθηση ότι τίποτα δε συμβαίνει χωρίς να το επιτρέψεις Εσύ.
Καθοδήγησε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου σε όλα μου τα έργα και τα λόγια.
Στις απρόοπτες περιστάσεις μη μ’ αφήσεις να ξεχάσω ότι όλα παραχωρούνται από Σένα.
Δίδαξέ με να συμπεριφέρομαι σε κάθε μέλος της οικογένειάς μου και σ’ όλους τους συνανθρώπους μου με ευθύτητα και σύνεση, ώστε να μη συγχύσω και στενοχωρήσω κανένα.
Κύριε, δος μου τη δύναμη να υποφέρω τον κόπο και τα γεγονότα της ημέρας αυτής σε όλη τη διάρκειά της.
Καθοδήγησε τη θέλησή μου και δίδαξέ με να προσεύχομαι, να πιστεύω, να υπομένω, να συγχωρώ, ν’ αγαπώ.
Αμήν.
Τη διάβαζα τακτικά και προσευχόμουν κατά την διάρκεια της ημέρας.
Το μεγάλο Σάββατο πήγαμε για τη τελετή του Αγίου Φωτός στα Ιεροσόλυμα. Είδη στο ξεκίνημα του λεωφορείου βγαίνοντας από το μοναστήρι αναγκάστηκε να σταματήσει ο οδηγός για να βγω να κάνω εμετό. Είχα ζαλάδες και ο οδηγός ήθελε να με αφήσει στο μοναστήρι, αλλά εγώ επέμενα να πάω στον Πανάγιο Τάφο. Οι προσκυνητές στο πούλμαν με δώσανε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού νερό και ψωμί για να συνέλθω. Ήμουν πολύ χάλια. Ζαλιζόμουν και δεν είχα καθόλου δύναμη και προσπαθούσα να μην καταλάβουν τίποτα οι υπόλοιποι στο λεωφορείο. Στα σοκάκια της παλιάς πόλης των Ιεροσολύμων είχε πάρα πολύ κόσμο. Ζαλιζόμουν πάρα πολύ. Έπινα νερό να συνέλθω αλλά το έκανα απευθείας εμετό. Το γκρούπ από το λεωφορείο το είχα χάσει. Όσο έφτανα κοντά στον Ναό της Αναστάσεως το πλήθος του κόσμου ήταν περισσότερο και πάρα πολύ πυκνό. Ήθελα οπωσδήποτε να φτάσω στο Ναό αλλά στα τελευταία μέτρα ήτανε τόσο στενά που στη κατάσταση που βρισκόμουν φοβήθηκα ότι δεν θα το αντέξω. Στεναχωρημένος που δεν θα παρευρεθώ στον Ναό για να δω το Άγιο Φως έμεινα πίσω κοντά σε ένα μαγαζάκι που πουλούσε αναψυκτικά. Σε μια στιγμή φώναξε μια κυρία κοιτώντας προς τον ουρανό „νάτο, νάτο, το βλέπω“ και πράγματι στον ουρανό είχε μια πολύ ψιλή κίτρινη γραμμή, σαν λέιζερ που αναβόσβηνε. Είχα μια μικρή φωτογραφική μηχανή μαζί μου και προσπαθούσα να το βγάλω φωτογραφία. Πράγματι σε μια φωτογραφία φαίνεται ελάχιστα η γραμμή στον ουρανό.
Έως που να φτάσουμε πάλι όλοι στα λεωφορεία, η κατάσταση μου είχε γίνει πάρα πολύ χάλια. Δεν άντεξα. Σε μία καφετέρια στα στενά των Ιεροσολύμων παρακάλεσα τον Μωυσή, κατά εκείνο τον καιρό δόκιμος του μοναστηριού, να ζητήσει μία βότκα με χυμό πορτοκάλι. Πίστευα ότι το αλκοόλ και η ζάχαρη του χυμού θα με βοηθήσει. Όπως και πραγματικά συνήλθα λίγο και ήπια και δεύτερη.
Το βράδυ στην λειτουργία της Αναστάσεως του Κυρίου μας είχα πάλι ζαλάδες και ήμουν εξαντλημένος. Την ώρα που ο κόσμος πήρε σειρά να μεταλάβει, εγώ καθόμουν σε μια καρέκλα για να μην πέσω και περίμενα να μεταλάβω τελευταίος. Σηκώθηκα να μεταλάβω και ο Γέροντας με κοιτούσε στα μάτια με ένα πολύ αυστηρό βλέμμα.
Ο Γιώργος ταλαιπωρημένος το μεσημέρι του Πάσχα 2008 πρίν γίνει το κακό
Την ημέρα του Αγίου Πάσχα. 27 Απριλίου 2008.
Σε αυτό το σημείο θέλω να τονίσω πως κατά όλη την διάρκεια των ημερών δεν ήθελα να καταλάβει κανείς την κατάσταση που βρισκόμουν. Δεν ήθελα να χαλάσω την διάθεση του κόσμου. Με εξαίρεση την γυναίκα μου, η οποία δεν το είχε πάρει τόσο στα σοβαρά, και την ξαδέρφη μου που είχε έρθει μαζί μας.
Την ημέρα του Πάσχα το μεσημέρι, στο φαγητό, ένιωθα πάρα πολύ κουρασμένος και εξαντλημένος. Με κτυπούσε στον εγκέφαλο ένας κτύπος και τα πόδια μου και τα χέρια μου έτρεμαν. Μετά το φαγητό ήθελα να ξαπλώσω αλλά δεν μπορούσα γιατί ο κόσμος ήτανε χαρούμενος και είχαμε παρελάσεις από Άραβες ορθόδοξους και γλέντια.
Το βράδυ είχαμε το επίσημο πασχαλινό τραπέζι με την παρουσία του μακαρίτη Δεσπότη μας κ. Παλλάδιο και τον Δεσπότη της Βηθλεέμ. Εγώ δεν είχα καθόλου όρεξη να φάω. Κάποια στιγμή άρχισε όλο το σώμα μου να κάνει επιληπτικούς σπασμούς. Είχε πολύ δυνατή μουσική και σηκώθηκα προσεχτικά και πήγα στο δωμάτιο που είχε ησυχία, τότε κοιμόμασταν λόγο των πολλών προσκυνητών άνδρες και γυναίκες ξεχωριστά. Εκεί είχε ο φίλος μου Νεκτάριος, ένα μπουκάλι ουίσκι και θεώρησα και πάλι ότι το αλκοόλ θα με ηρεμήσει, ήπια ένα ποτήρι και γύρισα στη θέση μου. Μετά από τρία τέταρτα πάλι τα ίδια συμπτώματα και βγαίνω πάλι και πάω αυτή τη φορά στην εικόνα του Αγίου στο προαύλιο του μοναστηριού. Προσευχήθηκα και παρακάλεσα τον Άγιο να μου δείξει εάν έκανα λάθος που ήπια το ποτό. Φοβόμουν γιατί δεν ήξερα πώς να βοηθηθώ. Τελικά κατάλαβα ότι είμαι αρκετά καλύτερα και γυρίζοντας στη θέση μου, μάλιστα είπα στη γυναίκα μου και στο προσκυνητή Γιώργο από τη Κύπρο „Ό Άγιος είναι εδώ μέσα. Γιορτάζει μαζί μας“ . Δίπλα μου καθότανε η μοναχή Ματθαία. Η γυναίκα μου καθότανε με τις φίλες της ποιο πέρα. Ο Γέροντας έχοντας μάλλον κάποιο προαίσθημα ότι κάτι μου συμβαίνει η ότι δεν είμαι καλά μου έκανε νόημα με τα χέρια από μακριά εάν όλα είναι καλά. Εκείνη τη στιγμή ήμουν καλά. Θυμάμαι ήταν 12:10 μετά τα ξημερώματα γιατί ανυπομονούσα να τελειώσει η μουσική. Μισή ώρα αργότερα ξεκίνησε ένας όμως πάλι ένας πολύ έντονος και πρωτόγνωρος για μένα επιληπτικός σπασμός σε όλο μου το σώμα. Θυμάμαι όμως ότι το εντονότερο σημείο αυτών των σπασμών ήταν στο κεφάλι μου και στα άκρα, πόδια και χέρια. Πλέον κατάλαβα ότι δεν μπορώ να σηκωθώ γιατί θα μου συμβεί κάτι πολύ κακό. Καθιστός στη καρέκλα μου κοιτούσα τον Γέροντα στα μάτια, ήθελα να το κάνω νόημα να έρθει γιατί φοβόμουνα να σηκωθώ. Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι του προς τα εμένα αλλά δεν με έβλεπε. Κοιτούσε πάνω από το κεφάλι μου με δέος, λες και έβλεπε κάτι ή κάποιον ισχυρό από πίσω μου ή πάνω από εμένα. Επειδή ήταν αδύνατον να συνεχίσω να κάθομαι στην καρέκλα σκέφτηκα να σηκωθώ και να βαδίσω προς τα παλιά μαγειρεία διότι ένιωθα ότι έρχεται το τέλος μου και δεν ήθελα να πέσω μπροστά στο κόσμο. Σηκώνομαι λοιπόν και κάνω μερικά βήματα, ίσως 4 η 5, αυτό ήταν. Ξαφνικά όπως ήμουν όρθιος ξεσπάει όλο το σώμα μου σε δυνατούς και μεγάλους σπασμούς. Το κεφάλι μου ήταν σαν να το χτυπούσε πολύ δυνατό ρεύμα και έχανα το φως μου. Το μόνο που σκέφτηκα ήταν να πέσω χωρίς να χτυπήσω το πρόσωπο μου. Πρώτα γονάτισα, μετά ξάπλωσα, άνοιξα τα χέρια μου και έγειρα το κεφάλι στα πλάγια. Αυτό ήταν. Από εκεί και πέρα χάνω τις αισθήσεις μου και κάθε επαφή με τη ζωή.
Όταν συνήλθα ήμουν καθιστός σε μια καρέκλα έξω από τα παλιά μαγειρεία της μονής. Γύρο μου ήταν μερικοί φίλοι και Άραβες του μοναστηριού. Μετά από λίγο ήρθε τρέχοντας και τρομαγμένος ο φίλος μου Νεκτάριος, τον οποίο ξυπνήσανε λέγοντας του ότι ο Γιώργος πέθανε. Αρχικά προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι. Δεν με ενδιέφερε γιατί ήμουν καθιστός στη καρέκλα. Ήμουν πολύ ήρεμος και ένιωθα σωματικά ξεκούραστος και πολύ ελαφρύς, σαν να έχασα κάποιο μεγάλο βάρος. Σηκώθηκα από την καρέκλα και περπατήσαμε μαζί με το Νεκτάριο γύρο από το μοναστήρι και να κάνουμε τσιγάρο. Η γυναίκα μου μου διηγήθηκε την επόμενη μέρα, ότι την ώρα που περπατούσαμε, αναρωτιότανε τι θα έφτιαχνε εάν πέθαινα στο μοναστήρι. Εγώ αυτό δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο τον περίπατο μέσα στο σκοτάδι. Τίποτα άλλο.
Την επόμενη μέρα όταν ξύπνησα ήμουν αρχικά μόνος μου στο δωμάτιο. Ένιωθα πάρα πολύ ξεκούραστος, νεογέννητος και το πρόσωπό ήταν πεντακάθαρο. Ντύθηκα και μετά από λίγο ήρθε ο Νεκτάριος. Με ρώτησε πως νιώθω και μου διηγήθηκε ότι εχθές το βράδυ κατόπιν της βόλτας ενώ αυτός μου μιλούσε και με ρωτούσε διάφορα πράγματα, εγώ κοίταγα όλη την ώρα προς τα πάνω στον ουρανό. Και με ρωτούσε τι έβλεπα. Εγώ δεν θυμάμαι να έβλεπα κάτι, δεν θυμάμαι καν ότι κοιτούσα προς τα πάνω. Το μόνο που σκεφτόμουν εκείνο το πρωί ήταν πώς θα βγω έξω από το δωμάτιο μου. Ντρεπόμουνα από το κόσμο γιατί ήταν και όλοι παρόντες και νόμιζα ότι πολλοί θα θέλανε να με κάνουνε ερωτήσεις και δεν είχα διάθεση καθόλου. Ο Νεκτάριος με ενθάρρυνε να βγούμε μαζί. Πήγαμε στο παλιό το κυλικείο όπου καθόταν ο παππούς, ο πατέρας του Γέροντα. Σύντομα ήρθε η γυναίκα μου, η ξαδέρφη μου και φίλοι από Ελλάδα και Κύπρο.
Θυμήθηκα την ώρα που ήμουν αναίσθητος, ήρθε ένας μοναχός με μεγάλη άσπρη γενειάδα, ψηλός και λεπτός και με ασπάστηκε. Μετά μου είπε: „ Σήκω, μη φεύγεις, γύρνα πίσω“. Μετά ένιωσα πολύ καλά με μια παράξενη αγαλλίαση.
Έμαθα ότι ο γιατρός, που έμενε στο μοναστήρι και ήρθε κοντά μου μόλις έπεσα, φοβήθηκε πολύ. Είπε για ένα διάστημα ήμουν πεθαμένος. Έχασα το χρώμα μου και βγήκε αρκετό αίμα από το στόμα μου.
Κάποια άτομα που ήταν δίπλα μου, την ώρα της λιποθυμίας, άκουσαν μια φωνή να λέει: „Πού πας εσύ; Γύρνα πίσω“.
Από τη μια αναρωτιόμουνα πως να αντικρίσω τον Γέροντα, από την άλλη ήθελα να συναντήσω και να μιλήσω τον γιατρό που στεκόταν όλη την ώρα από πάνω μου. Ο γιατρός έλλειπε και ήταν νομίζω στα Ιεροσόλυμα. Όταν ήρθε του ζήτησα συγγνώμη για όσα συνέβησαν και του ρώτησα τι έκανε όταν με είδε. Η απάντηση του ήταν „εγώ δεν έκανα τίποτα, όλα μόνος σου τα έκανες“.
Αρκετά χρόνια αργότερα μου διηγήθηκε ο αδελφός Άγγελος: „Αυτό το θαύμα που έγινε με εσένα Γιώργο ήτανε και για τον Γιατρό. Μετά από αυτό έσκισε τα πτυχία του, τον άλλαξε πάρα πολύ“.
Η ψυχή μου πρέπει να έφυγε και γύρισε πάλι.
Εγώ είδα ότι ο Γέροντας ήταν γονατισμένος με το πρόσωπο πάνω στο μάγουλό μου, σαν να μου μιλούσε ή ήθελε να μου πει κάτι. Τα χέρια του με αγκαλιάζανε. Γύρω μου δεν υπήρχε ψυχή. Ήταν όλα λαμπερά. Από τότε λέω ότι στις 28 Απριλίου του 2008 ξαναγεννήθηκα.
Ο γιατρός Κώστας Παρακωνσταντής, που εργάζεται στο νοσοκομείο Κούρα στα Γιάννινα, ήταν παρών και έτρεξε κοντά στο Γιώργο. Ο ίδιος αφηγείται:
Πιστεύω ότι σίγουρα έγινε θαύμα. Όταν έφτασα κοντά στο Γιώργο, η πρώτη μου δουλειά ήταν να προλάβω να μην κλείσει το στόμα του και να τραβήξω τη γλώσσα του. Δεν πρόλαβα όμως. Το στόμα του έκλεισε και δεν άνοιγε με τίποτε. Το πρόσωπο του άρχιζε να μαυρίζει και όπως διαπίστωσαν, όσοι έτρεξαν από πάνω του, το αίμα έτρεξε αρκετό στην άκρη των χειλιών του και όπως ήταν κάτω πεσμένος, έφτασε στο έδαφος. Τα μάτια του βγήκαν προς τα έξω, δεν έπιανα παλμό και αυτοί που ήταν εκεί με άκουσαν που είπα: „Δεν βρίσκω παλμό, είναι πεθαμένος“. Κάποιος μου είπε ότι είδε τον Γέροντα να έρχεται κοντά μας και του είπα: „Γέροντα, τι γίνεται;“ Αυτός δεν απάντησε, ακούμπησε μόνο το χέρι του στο στόμα του Γιώργου και έφυγε. Εγώ όμως, πραγματικά, δεν είδα το Γέροντα κοντά μου καθόλου, είμαι σίγουρος. Ο Γέροντας ήταν λίγο πίσω, χωρίς να κάνει τίποτα. Κάποιοι τον άκουσαν που είπε: „Άγιε μου, μην μας το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ“. Στο τέλος ήρθε κοντά στο Γιώργο, όταν αυτός σηκώθηκε και φεύγοντας είπε: „Δεν είναι τίποτα“. Προηγουμένως προσευχόταν έντονα, γιατί ένας προσκυνητής τον ρώτησε δυνατά δυο φορές και δεν απάντησε.
Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Περίπου 300 άτομα, που ήμασταν στα τραπέζια, παγώσαμε όλοι. Επικράτησε νεκρική σιγή για 30 λεπτά, μέχρι που ο Γιώργος σηκώθηκε μόνος του και πήγε στο δωμάτιο του. Εκεί του καθαρίσαμε τα αίματα και από τότε, κάποιοι φίλοι μου, που μιλούν μαζί του, μου είπαν ότι είναι ένας ανανεωμένος και χαρούμενος άνθρωπος.
Ο Γιώργος με οικογένια και φίλους του Μοναστηρίου την επόμενη μέρα μετά το πασχαλινό γλέντι και το κακό που είχε γίνει στις 12.10 ή ώρα μετά τα μεσάνυχτα
ΠΡΙΝ
ΜΕΤΑ
Ευχαριστώ την Παναγία μας που μετά από πολλές προσευχές μου με δάκρυα προς αυτήν με οδήγησε στο Μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτου όπου γνώρισα τον πνευματικό μου πατέρα Γέροντα Χρυσόστομο Ταβουλαρέα και ήρθα κοντά στον Αββά Γεράσιμο τον Ιορδανίτη.
Από το 2007 μέχρι και σήμερα επισκέπτομαι σε τακτά χρονικά διαστήματα το Μοναστήρι μας όπως και κάθε Πάσχα όπου έχω την τιμή να συνδιοργανώνω την μετάβαση πιστών ορθοδόξων από την Στουτγάρδη της Γερμανίας προς το Μοναστήρι μας και τους Αγίους Τόπους.
Ο λόγος που ζήτησα την ευλογία από τον Γέροντα μας να ανεβάσω την ιστορία μου είναι προς τιμήν του θαυματουργού Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτου, επειδή με ρωτούν πολλοί προσκυνητές των Αγίων Τόπων και για να μαθευτεί παγκοσμίως μέσο της παρούσης ιστοσελίδας.
Με αδερφική αγάπη
Γιώργος Δελησάββας
Στουτγάρδη, 31η Δεκεμβρίου 2019